διατομικός

διατομικός
η , ό[ν] хим. двухатомный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "διατομικός" в других словарях:

  • διατομικός — ή, ό χημ. 1. χημικό στοιχείο τού οποίου το μόριο αποτελείται από δύο άτομα 2. ονομασία δισθενών στοιχείων ή ριζών που μπορούν να ενωθούν με δύο άτομα μονοσθενούς στοιχείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (ς) + ατομικός] …   Dictionary of Greek

  • διατομικός — ή, ό (χημ.), αυτός που έχει σθένος 2, δισθενής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»